- ανταναπλήρωσις
- ἀνταναπλήρωσις, η (Α)η εκ νέου αναπλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταναπλήρωσις — filling up again fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταναπλήρωσιν — ἀνταναπλήρωσις filling up again fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)